πετάμενα

πετάμενα
πέτομαι
fly
pres part mp neut nom/voc/acc pl
πετά̱μενα , πετάννυμι
fly
fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
πετά̱μενα , πετάννυμι
fly
pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
πετά̱μενα , πετάομαι
Cat.Cod. Astr.
pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
πετά̱μενα , πετάω
fly
pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
πετά̱μενα , πετάζω
fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • πεταμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του πετώ) 1. ο αποριγμένος, άχρηστος: Να μαζευτούν από την αυλή του σχολείου τα πεταμένα χαρτιά. 2. αυτός που γίνεται ανώφελα, στα χαμένα: Πεταμένα χρήματα. – Πεταμένος κόπος, βλ. και πετώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ. 1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία. 2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα. 3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”